εναγώνιος

εναγώνιος
-α, -ο (AM ἐναγώνιος, -ον)
αυτός που γίνεται με αγώνα ή αγωνία, αγωνιώδης, γεμάτος αγωνία («πάντα τον βίον ἐναγώνιον ἡμῑν εἶναι δεῑ καὶ ἐπίπονον», Ιω. Χρυσόστ.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα, συμμετέχει σε αγώνα ή είναι κατάλληλος γι' αυτόν («τῆς ἐναγωνίου ὀρχήσεως τῶν χορῶν», Δίον. Αλικ.)
2. (για θεούς) επιστάτης, έφορος τών αγώνων («ἐναγώνιοι θεοί», Πίνδ.)
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή γίνεται σε μάχη («μαχομένων ἀλαλαγμὸς ἐναγώνιος ἐχώρει κάτω», Πλούτ.)
4. (ρητορ.) αυτός που αφορά σε δίκες, κατάλληλος για δικανική ρητορεία, ορμητικός
5. (για ύφος) ζωηρός, ενεργητικός, έντονος, σφοδρός.
επίρρ...
εναγωνίως
1. με αγώνες ή αγωνία, ανυπόμονα, με αδημονία
2. αρχ. με ένταση, έντονα, σφοδρά, ορμητικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐναγώνιος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναγώνιος — α, ο επίρρ. α που γίνεται με αγωνία, αγωνιώδης: Εναγώνιες επικλήσεις για βοήθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐναγωνιώτερον — ἐναγώνιος of masc acc comp sg ἐναγώνιος of neut nom/voc/acc comp sg ἐναγώνιος of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναγωνίως — ἐναγώνιος of adverbial ἐναγώνιος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναγώνιον — ἐναγώνιος of masc/fem acc sg ἐναγώνιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναγωνιωτέροις — ἐναγώνιος of masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναγωνιώτερος — ἐναγώνιος of masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναγωνίοις — ἐναγώνιος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναγωνίου — ἐναγώνιος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναγωνίους — ἐναγώνιος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”